- καβάσης
- ο1. κλητήρας τής Υψηλής Πύλης και τών υπουργείων τής παλαιάς Τουρκίας2. ένοπλος κλητήρας ή θυρωρός πρεσβείας ή προξενείου τής παλαιάς Τουρκίας και Αιγύπτου, με ιδιόρρυθμη στολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavas].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.